- προφυλακις
- προφυλακίςπροφῠλᾰκίς-ίδος (ῐδ) adj. f сторожевая, несущая охрану
(ναῦς Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ναῦς Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προφυλακίς — ίδος, ἡ, Α (ενν. ναῡς) πλοίο που έχει ταχθεί ως προφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλακή + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
προφυλακίδας — προφυλακὶς look out fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφυλακίδες — προφυλακὶς look out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)